ἀγχίσπορος

ἀγχίσπορος
ἀγχίσπορος, ον,
A near of kin,

οἱ θεῶν ἀγχίσποροι, οἱ Ζηνὸς ἐγγύς A.Fr.162

;

φύσιν αἰθέρος οὖσαν ἀ. Ph.2.374

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγχίσπορος — ἀγχίσπορος, ον (Α) αυτός που κατά το γένος είναι κοντά σε κάποιον, ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + σπείρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγχίσπορος — near of kin masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίσπορον — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem acc sg ἀγχίσπορος near of kin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχισπόροις — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχισπόρου — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχισπόρους — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίσπορα — ἀγχίσπορος near of kin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίσποροι — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”